γκίζω

γκίζω
μετ. трогать, прикасаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γκίζω" в других словарях:

  • Σολοβιόφ, Σεργκέι Μιχαήλοβιτς — Ρώσος ιστορικός (1820 1879). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Μόσχας. Την περίοδο 1842 44, ζώντας στο εξωτερικό ως δάσκαλος των παιδιών του κόμη Στρόγκανοφ, παρακολούθησε τις παραδόσεις του Φ. Γκιζώ και Ζ. Μισλέ στο Παρίσι, του κ. Ρίττερ και του Λ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»